- ἱππόφλομος
- ἱππό-φλομος, ὁ,A giant φλόμος, i.e. belladonna, Atropa belladonna, Plin.HN25.148.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιππόφλομος — ἱππόφλομος, ὁ (Α) το φυτό άτροπος η δελεαστική, είδος μεγάλου φλόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + φλόμος «το φυτό βερμπάσκον»] … Dictionary of Greek
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek